- τιμωρός
- ο, η / τιμωρός, -όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, -ον και τιμάωρ, ὁ, Α(ως επίθ. και ως ουσ.)1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ.)2. εκδικητήςμσν.-αρχ.το ουδ. ως ουσ. τo τιμωρόντο κώνειοαρχ.1. βοηθός, επίκουρος2. ως ουσ. εκτελεστής ποινών, δήμιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τιμ-ωρός έχει σχηματιστεί με α' συνθετικό τη λ. τιμή* «αξία, εκτίμηση» και β' συνθετικό -ωρός (< ρ. *wer-/ *wor- «παρατηρώ, προσέχω, φυλάσσω» τού ρ. ὁρῶ, πρβλ. οὖρος [Ι] «φύλακας, προστάτης», ὄρομαι «επιβλέπω, επιτηρώ», για τη μορφή και τη σημ. τού β' συνθετικού βλ. και λ. ορώ), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θυρ-ωρός, σκευ-ωρός). Ο δωρ. τ. τιμᾱ-ορος έχει σχηματιστεί με β' συνθετικό -ορος που εμφανίζει τη δασύτητα τού ὁρῶ (πρβλ. έφ-ορος) και ανάγεται στη μορφή *sor- τής ρίζας (βλ. και λ. ορώ). Η λ. τιμωρός με αρχική σημ. «αυτός που προστατεύει, επιβλέπει, προσέχει την τιμή» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά τον βοηθό, τον επίκουρο και μάλιστα αυτόν που βοηθάει έναν αδικημένο να ανταποδώσει την αδικία, τού εκδικητή. Η τελευταία σημ. τής λ. οδήγησε ορισμένους στη σύνδεσή της με την οικογένεια τών τίνω, ποινή (βλ. και λ. τιμή)].
Dictionary of Greek. 2013.